κάμπιμος

κάμπιμος
κάμπῐμος, η, ον, ([etym.] καμπή)
A bent, turning,

δρόμος E.IT81

:—also [full] κάμπιος, Ptol.Tetr.150: [full] κάμπειος, Hsch.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • κάμπιμος — και κάμπιος και κάμπειος, η, ον (Α) [καμπή] αυτός που κάμπτεται, που έχει καμπή ή καμπές, στροφές, στριψίματα, πολύστροφος …   Dictionary of Greek

  • καμπίμους — κάμπιμος bent masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κάμπειος — α, ο βλ. κάμπιμος …   Dictionary of Greek

  • κάμπιος — κάμπιος, ον (Α) βλ. κάμπιμος* …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”